βαθύσχοινος

βαθύσχοινος
βαθύ - σχοινος: deep (grown) with reeds, Il. 4.383†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βαθύσχοινος — βαθύσχοινος, ον (Α) 1. αυτός που έχει πυκνή βλάστηση στις όχθες («βαθύσχοινος Ασωπός») 2. πυκνός («βαθύσχοινος χλόη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + σχοίνος (ο και η) «βοῦρλο»] …   Dictionary of Greek

  • βαθύσχοινος — deep grown with rushes masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύσχοινον — βαθύσχοινος deep grown with rushes masc/fem acc sg βαθύσχοινος deep grown with rushes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυσχοίνοιο — βαθύσχοινος deep grown with rushes masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυσχοίνῳ — βαθύσχοινος deep grown with rushes masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”